ξηροτροφικόν

ξηροτροφικόν
ξηρο-τροφικόν, τό,
A rearing of land-animals, Pl.Plt.264d, 264e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξηροτροφικόν — rearing of land animals neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηροτροφικός — ξηροτροφικός, ή, όν (Α) (μόνο το ουδ. ως ουσ.) τo ξηροτροφικόν η εκτροφή ζώων τής ξηράς, σε αντιδιαστολή προς το υγροτροφικόν, δηλ. την εκτροφή θαλάσσιων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + τροφικός (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. υγρο τροφικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”